-
1 πίτυλος
πῐτῠλ-ος, ὁ,A sweep of oars, νεὼς π. εὐήρης, periphr. for a ship and its oars, E.IT 1050, cf. 1346, Tr. 1123: pl., Hp. ap. Gal.19.131;ναῦς ὅταν ἐκ πιτύλων ῥοθιάζῃ Ar.Fr.84
: metaph., ἑνὶ π. with one sweep, all together, A.Pers. 976 (lyr.).2 shower, torrent, (anap.); of blows, Theoc.22.127, cf. Poll.2.147; (lyr.).3 onslaught,π. Ἀργείου δορός Id.Heracl. 834
, cf. Fr.495.11;δὶς δὲ δυοῖν πιτύλοιν τείχη.. κατέλυσεν αἰχμά Id.Tr. 817
(lyr.); with allusion to signf. 1, ἐρέσσετ' ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν π. A.Th. 856 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πίτυλος
См. также в других словарях:
πίτυλος — ον, Α μανιώδης, παράφορος, παράφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. πίτυλος* με σημ. «μανία, πάθος, λύσσα» ως επίθ.]. ο, ΝΑ νεοελλ. ο ήχος που προκαλείται από τη σύγκρουση βραχέων κυμάτων μεταξύ τους ή πάνω στο κύτος τού πλοίου ή πάνω στην ακτή, κν. αναμόμολα… … Dictionary of Greek